-
1 ἐπιρρίπτω
Aἐπῐρίπτω AP5.128
(Autom.)), cast at, ; διώκων ἐ. ἑαυτόν throws himself upon his prey, Arist.HA 629b20; Βρούτῳ τὴν αὑτοῦ φοινικίδα ἐ. Plu.Ant.22; χεῖρα ἐ., Lat. manum injecit, AP9.84 (Antiphan.): metaph.,ἐ. πλάνας τινί A.Pr. 738
; ψευδεῖς αἰτίας ἐ. D.S. 14.12; τὴν μέριμναν ἐπὶ [θεόν] 1 Ep.Pet.5.7; inflict, πολλὰσκληρὰ.. ἐπιρριφήσεται, c. dat., Nech.in Cat.Cod.Astr.7.146.2. apply a plaster or fomentation, Sor.1.50 ([voice] Pass.), 69;σκεπάσματα Dsc.5.88
.3. [voice] Pass., - όμενα σκιρρώματα spreading over the surface, Id.1.42.4. requisition,ἔργα PTeb.5.249
(ii B.C.); ἱερεῖα τρέφειν ib. 183.5. metaph. in [voice] Pass., to be imminent,οὐ βραχὺς ἐπέρριπτο κίνδυνος Ph.2.594
.II. throw out opinions, ἀδιορίστως ἐ. περὶ τῶν λοιπῶν, v.l. for -, Arist.Metaph. 986a34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιρρίπτω
См. также в других словарях:
επιρρίπτω — (AM ἐπιρρίπτω) [ρίπτω] 1. ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου ή πάνω σε κάποιον (α. «ὅτε μοι πλεῑστοι χαλκήρεα δοῡρα Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεΐωνι θανόντι», Ομ. Οδ. β. «Βρούτῳ δὲ τήν αὑτοῡ φοινικίδα πολλών χρημάτων ἀξίαν οὖσαν ἐπέρριψε», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek